- ἀντικαταλαμβάνω
- ἀντι-κατα-λαμβάνω, dagegen einnehmen
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
αντικαταλαμβάνω — (Α ἀντικαταλαμβάνω) καταλαμβάνω κι εγώ μια τοποθεσία για ν αντιμετωπίσω τον αντίπαλο αρχ. φρ. «ἀντικαταλαμβάνω δίκην» κάνω αίτηση για επανάληψη της δίκης … Dictionary of Greek
λαμβάνω — και λαβαίνω (AM λαμβάνω, Α και λαββάνω, Μ και λαβάνω και λαβαίνω) 1. παίρνω κάτι στα χέρια μου ή πιάνω κάτι με τα χέρια μου και τό κρατώ (α. «λήψῃ δὲ μοσχάριον ἐκ βοῶν ἕν... καὶ ἄρτους ἀζύμους πεφυραμένους ἐν ἐλαίω», ΠΔ β. «χείρεσσι λαβὼν… … Dictionary of Greek